Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012


Δωμάτιο 217

Ο θυρωρός με το ημίψηλο μαύρο καπέλο και τη μαύρη ρεντιγκότα, ευγενικό πρόσωπο, μου χαμογέλασε εγκάρδια καθώς μου έτεινε το χέρι για να με καλωσορίσει. Άνοιξε μια μεγάλη ομπρέλα -μαύρη και αυτή – για να με προστατέψει από το ψιλοβρόχι που ετούτη τη μέρα του Οκτώβρη, σε αυτή την κέντρο-ευρωπαϊκή πόλη, με συνόδευε από την ώρα που βγήκα από το τρένο.

Η γυάλινη περιστρεφόμενη πόρτα, με χαραγμένο στο κρύσταλλο, το λογότυπο του ιστορικού ξενοδοχείου – το ξενοδοχείο των Ινδιών, όπως είναι το όνομα του - μου άνοιξε το δρόμο στην ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Ένα υπέροχο αρχοντικό, κάποτε κατοικία ενός πλούσιου μποέμ τύπου στις αρχές του 18ου αιώνα, που αρεσκόταν να διοργανώνει τρελά πάρτι με τους φίλους του, και που αργότερα το μετέτρεψαν σε κλασάτο ξενοδοχείο για τους διάσημους και τους προύχοντες, θα γινόταν για λίγες μέρες η κατοικία μου.

Ο ήχος των βημάτων μου πνίγηκε καθώς βάδιζα στο διάδρομο που οδηγούσε στην κεντρική αίθουσα της υποδοχής, ντυμένος καθώς ήταν με ένα παχύ χαλί – μοκέτα, με ζωηρά χρώματα και περίεργα σχέδια. Δεξιά και αριστερά στο διάδρομο, καθρέφτες σε χρυσές κορνίζες, με φόντο μια ταπετσαρία σε αυτοκρατορικό πορφυρό χρώμα, οδηγούσαν σε μια κεντρική σκάλα που ανέβαζε στον ημιόροφο. Μια μουσική από πιάνο αντιλαλούσε στο χώρο, μια μυρωδιά από αρωματικό πούρο, ο ήχος κρυστάλλινων ποτηριών που τσουγκρίζουν... θυμήθηκα ότι διψάω... Ένας υπερμεγέθης κρυστάλλινος πολυέλαιος έριχνε λάμψεις στους γύρω τοίχους, γλυκαίνοντας με τις φωτοσκιάσεις του το χώρο. Χαιρέτισα το είδωλό μου στον καθρέφτη... Σκέτη παραφωνία, με το τζιν παντελόνι και την μπεζ καπαρντίνα, με τα μαλλιά μου νοτισμένα από τη βροχή – μισώ τη βροχή γιατί πάντα μου χαλάει τα μαλλιά- χρειάζομαι ένα καλό μπάνιο, μετά από τόσες ώρες ταξίδι.

Μετά τις τυπικές διατυπώσεις στη ρεσεψιόν, το μελαψό αγόρι που κουβάλησε τη μοναδική μου βαλίτσα, με άφησε στον ήσυχο διάδρομο του δευτέρου ορόφου, μπροστά στο δωμάτιο 217. Τοποθέτησα την ηλεκτρονική κάρτα στην υποδοχή της σύγχρονης κλειδαριάς ασφαλείας - που είχε αντικαταστήσει ένα υπέροχο μπρούτζινο ρόπτρο μιας άλλης εποχής, όπως είδα αργότερα στο μουσείο του ξενοδοχείου – και άκουσα το χαρακτηριστικό κλικ.

Το δωμάτιο, ένα ψηλοτάβανο δωμάτιο με περίτεχνα διακοσμημένη οροφή, μου δημιούργησε αμέσως την αίσθηση της άνεσης και της οικειότητας. Πέταξα το χειροποίητο κασκόλ μου – δικό μου έργο, χόμπι που απέκτησα τελευταία – πάνω στη μπερζέρα, ντυμένη από μπορντό σιφόν, και κρέμασα με προσοχή την καπαρντίνα μου μέσα στην ξύλινη ντουλάπα – έπιπλο. Περιεργάστηκα το δωμάτιο ένα γύρω... ένα τεράστιο, διπλό, αυτοκρατορικό κρεβάτι, με έξι τουλάχιστον μαξιλάρια διαφόρων μεγεθών, με μαονένιο ψηλό κεφαλάρι και ουρανό από ριγέ σατέν – μελιτζανί και μπεζ χρυσό οι ρίγες του –και κολονάκια ψηλά στις τέσσερις άκρες του. Κάθισα και βούλιαξα, αντιστάθηκα όμως στον πειρασμό να ξαπλώσω, είχα καιρό μέχρι να νυχτώσει, έπρεπε να αδειάσω τη βαλίτσα μου και να κάνω μια επανάληψη στις σημειώσεις μου για το αυριανό meeting.

Έβγαλα με προσοχή το I-Pad από την τσάντα μου, και το τοποθέτησα πάνω στο μαονένιο μικρό κομψό γραφείο, με επένδυση από πράσινο δέρμα. Άναψα το μπρούτζινο φωτιστικό και άνοιξα τα συρτάρια του γραφείου. Βρήκα χαρτιά αλληλογραφίας, φακέλους και στυλό, όλα με το λογότυπο του ξενοδοχείου.. Ωραία, θα εμπλουτίσω τη συλλογή μου. Επισκέπτομαι για επαγγελματικούς λόγους διάφορα ξενοδοχεία στο εξωτερικό και πάντα παίρνω μαζί μου παρόμοια αναλώσιμα.

Ένας ήχος απέξω τραβάει την προσοχή μου. Μα είναι δυνατόν; Ακούω τις οπλές αλόγων να κροταλίζουν πάνω στον πλακόστρωτο δρόμο... Πλησιάζω το παράθυρο.. Ένα μακρόστενο παράθυρο, προστατευμένο από ένα κίτρινο καποτέν, το τζάμι δεν ανοίγει, κοιτάω έξω... Τέσσερις έφιπποι αστυνομικοί συνοδεύουν τη βασιλική άμαξα, άμαξα βγαλμένη λες από τα παραμύθια, όπως μαθαίνω αργότερα η βασίλισσα της χώρας συνηθίζει να κάνει τη βόλτα της σε αυτή την πλατεία. Και δίπλα, η μαγεία των αντιθέσεων, μια μαύρη γυαλιστερή λιμουζίνα, παρκαρισμένη στην άκρη του δρόμου, περιμένει κάποιον πλούσιο πελάτη για μια βόλτα στην πόλη, ενώ ένας ποδηλάτης, ντυμένος με το κίτρινο αδιάβροχό του, κατευθύνεται προς την άλλη άκρη του δρόμου.

Η πλατεία, μια όμορφη μεγάλη πλατεία, με αγάλματα και μνημεία, με παγκάκια και κιόσκια σκεπασμένα με μουσαμά, που περιμένουν μια ηλιόλουστη μέρα για να μεταμορφωθούν σε υπαίθρια παλαιοπωλεία, είναι άδεια σχεδόν, εκτός από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που κάνει τον απογευματινό του περίπατο αγκαζέ. Δύο συστοιχίες από πανύψηλες, αιωνόβιες, φυλλοβόλες φιλύρες, γυμνά κλαδιά που σαν ροζιασμένα χέρια ζητιάνου εκλιπαρούν προς τον ουρανό για ηλιαχτίδες που θα τους δώσουν ζωή και θα γεμίσουν φυλλώματα και μπουμπούκια και εκείνα τα υπέροχα λευκά λουλουδάκια με το γλυκερό άρωμα – το αφέψημά τους λένε ιδανικό για να καλμάρει τα νεύρα.

Ενα πάρκινγκ ποδηλάτων, σε μια χώρα που το ποδήλατο είναι το ιδανικό μέσο μεταφοράς μέσα στην πόλη, την επίπεδη αυτή πόλη που έχει χαρακτηρισθεί απο τους λογοτέχνες σαν την αρχόντισα του βορρά, την πόλη των διπλωματών. Στην αντίπερα πλευρά της πλατείας, αρχοντικά κτίρια, κτίσματα μιας άλλης εποχής που φιλοξενούν πρεσβείες και δημόσιες υπηρεσίες, διακρίνονται ανάμεσα από τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Στο βάθος, το πανύψηλο καμπαναριό ενός παλιού καθεδρικού, διεκδικεί τη θέση του μέσα στο όμορφο αυτό κάδρο που αντικρίζω.

Είναι ώρα για το μπάνιο μου. Ανοίγω τις βρύσες για να γεμίσω τη μεγάλη μπανιέρα που είναι εφοδιασμένη με σύστημα τζακούζι. Αδειάζω το μισό μπουκαλάκι από το αρωματικό αφρόλουτρο και βλέπω να σχηματίζεται πλούσιος αφρός, ενώ ταυτόχρονα περιεργάζομαι τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Μεσήλικη, αλλά καλοδιατηρημένη όπως τουλάχιστον λένε οι φίλοι, με μεγάλη ποσότητα ανασφάλειας όπως γνωρίζω εγώ, ξεδιπλώνω το μεγάλο μεγεθυντικό καθρέφτη και ψάχνω για τα σημάδια του χρόνου στο οικείο αυτό πρόσωπο που κάθε μέρα αλλάζει όψη. Θεέ μου, γιατί με τα χρόνια, οι τρίχες βγαίνουν σε λάθος σημείο; Γιατί λιγοστεύουν τα μαλλιά και στο πηγούνι μου αρχίζει να πληθαίνει το χνούδι; Θυμήθηκα να φέρω το τσιμπιδάκι για τα φρύδια; Τρέχω στο γραφείο και ανοίγω το i-pad, θέλω να ακούσω αγαπημένη μουσική όσο θα παίρνω το μπάνιο μου. Βρίσκω την αγαπημένη μου play list, πατάω το play, δυναμώνω την ένταση και στο δωμάτιο ηχεί η βραχνή, αισθησιακή, φωνή της AdeleNever mind, I’ll find someone like you, I wish nothing but the best for you too, don’t forget me I beg, I remember you said, sometimes it lasts in love but sometimes it hurts instead...

Πατάω ξυπόλητη στο θερμαινόμενο δάπεδο από μαύρο μάρμαρο, και νοιώθω τη θερμότητα να ανεβαίνει σε όλο το κορμί μου. Χώνομαι στους αφρούς, υπέρτατη ευφορία. Νοιώθω το μασάζ του νερού στους σφιγμένους μύες μου... παρατηρώ τα πορτοκαλί πλακάκια Πορτογαλίας στους τοίχους γύρω από τη μπανιέρα, τις λευκές μαρμάρινες γούρνες του νιπτήρα, το βαθύ μουντό μωβ του τοίχου, τον μεγάλο καθρέφτη, ασυνήθιστοι χρωματικοί συνδυασμοί, μια κομψή πολυτέλεια διάχυτη στο χώρο. Χαλαρώνω.. η ευωδιά της γαζίας από το αφρόλουτρο με ζαλίζει... Η Adele τραγουδάει με πάθος ...You know how the time flies, only yesterday was the time of our lives, we were born and raised in a summer haze, bound by the surprise of our glory days…

Ο ύπνος βαραίνει στα βλέφαρά μου.. ομως το νερό αρχίζει και κρυώνει.. Τυλίγομαι στο άσπρο χνουδωτό μπουρνούζι, χτενίζω τα βρεγμένα μαλιά μου, απλώνω την κρέμα σώματος με το ίδιο άρωμα γαζίας, νοιώθω υπέροχα. Ακόμη και η όψη μου δείχνει καλύτερη.

Ανοίγω, το μίνι-μπαρ, νοιώθω πως πεινάω λιγάκι, παίρνω μια σοκολάτα γάλακτος και ένα μπουκαλάκι μεταλλικό νερό.. Εχω ακόμα καιρό μέχρι την ώρα του δείπνου, μπορώ να χαλαρώσω λιγάκι... Εξω αρχίζει να νυχτώνει. Ο ουρανός καθάρισε, και ένα ροζ ηλιοβασίλεμα φωτίζει το δωμάτιο. Ανάβω ένα κρέτεκ τσιγάρο, η μυρωδιά του γαρίφαλου απλώνεται στο δωμάτιο, σαν μπακλαβάς μυρίζει μαμά, μου λέει ο γιος μου όταν καπνίζω μπροστά του... Σειρά στην play list έχει ο Demis Roussos, μιλάει για βροχή και δάκρυα, βροχή που έπαψε να πέφτει, ξαπλώνω στο κρεββάτι, ανασηκώνοντας τα μαξιλάρια.

Παρατηρώ τον απέναντι τοίχο, δίπλα από τη ντουλάπα, ένα γυναικείο πορτραίτο, μια όμορφη γυναίκα, μου χαμογελά. Πηγαίνω κοντά, διαβάζω το όνομά της τυπωμένο, Άννα Πάβλοβα. Η διάσημη Ρωσίδα μπαλαρίνα, τακτική επισκέπτρια του ξενοδοχείου αυτού, ντυμένη στη συννεφένια φούστα του μπαλέτου, στις μύτες των ποδιών της, να υποδύεται το ρόλο του Dying Swan, που ήταν ο καλύτερος της καριέρας της. Λένε πως πέθανε εδώ, σε αυτό το ξενοδοχείο, από πνευμονία, ύστερα από μια δραματική νύχτα στο κρύο, όταν περιέθαλπε αγαπημένους ανθρώπους που είχαν εγκλωβιστεί στα συντρίμμια ενός τρένου, που τους έφερνε από το Παρίσι. Όλα αυτά και άλλα ακόμα αναφέρονται στο διαφημιστικό φυλλάδιο του ξενοδοχείου που βρήκα στο συρτάρι του μικρού γραφείου...

Η πόρτα χτυπάει. Είναι η καμαριέρα μου από το διπλανό δωμάτιο. Μου λέει πως στην τραπεζαρία έχουν κατέβει ήδη ο Σεΐχης από τη Σαουδική Αραβία, ο πρίγκηπας από την Ινδία, η Ζοζεφίν Μπέικερ, οι Ρόλινγκ Στόουνς, η Όντρεϊ Χέπμπορν και οι άλλοι διάσημοι καλεσμένοι μου. Δεν είναι σωστό να αργήσω..Κρατάει στα χέρια της την τουαλέτα μου, μια μεταξωτή τουαλέτα, σε μοβ-λιλά χρώμα, και ένα μικρό μπριγιαντένιο στέμμα. Με βοηθάει να ντυθώ, μου αρέσει αυτό που βλέπω στον ολόσωμο καθρέφτη.. ανυπομονώ να κατέβω στο σαλόνι, μέχρι τα αυτιά μου φτάνει η μουσική της ορχήστρας που παίζει βιεννέζικα βαλς, ρίχνω στους ώμους μου μια λευκή ρενάρ, πού είναι το μικρό κομψό μου τσαντάκι;...

Ένα καμπανάκι χτυπάει, χτυπάει επίμονα, τι καμπανάκι είναι αυτό, ενοχλητικό μα την αλήθεια, αρχίζω να εκνευρίζομαι, που είναι η καμαριέρα μου;

Το κινητό μου εξακολουθεί να χτυπάει. Τινάζομαι σαν ελατήριο, ίσα που το προλαβαίνω... είναι η φίλη μου η Τάνια από την Αθήνα, «έλα μου λέει, γιατί δεν το σηκώνεις, ανησύχησα.. Πως τα περνάς εκεί στην ξενιτιά, ήταν καλό το ταξίδι σου, και ένα σωρό άλλες ερωτήσεις που δεν προλαβαίνω να απαντάω.

Χαμογελώ στον καθρέφτη του μπάνιου. Φοράω ακόμη το λευκό απαλό μπουρνούζι με το λογότυπο του ξενοδοχείου. Εγώ, το ταπεινό κορίτσι των δυτικών προαστίων, μεταμορφώθηκα σε μια πριγκίπισσα του παραμυθιού, που θα δεξιωνόταν όλους αυτούς τους διάσημους συνδαιτυμόνες σε ένα χώρο μαγικό, ιστορικό, γοητευτικό. Στο δωμάτιο 217 του «ξενοδοχείου των Ινδιών».